- λόχμη
- ηπυκνό μέρος του δάσους από θάμνους, όπου κρύβονται άγρια ζώα ή θηράματα: Ο λαγός τρόμαξε και φώλιασε στη λόχμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λόχμη — thicket fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμῃ — λόχμη thicket fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 47 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βίτσι. * * * η (Α λόχμη) μέρος δάσους στο οποίο… … Dictionary of Greek
λόχμαι — λόχμη thicket fem nom/voc pl λόχμᾱͅ , λόχμη thicket fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμαις — λόχμη thicket fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμαισι — λόχμη thicket fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμην — λόχμη thicket fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμης — λόχμη thicket fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμῃσι — λόχμη thicket fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχμαίος — λοχμαῑος, αία, ον (Α) [λόχμη] αυτός που ανήκει σε λόχμη ή αυτός που διαμένει, που κρύβεται σε λόχμη («Μοῡσα λοχμαία» το αηδόνι, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek